μάινα

μάινα
ναυτικό πρόσταγμα (λ. βενετ.), χαλάρωσε, υπόστειλε, κατέβασε: Μάινα τα πανιά!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαίνα — μαίνᾱ , μαίνη Maena vulgaris fem nom/voc/acc dual μαίνᾱ , μαίνη Maena vulgaris fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάινα — 1. (ναυτικό κέλευσμα) κατέβασε («μάινα τα πανιά») 2. (κέλευσμα προς τους εργάτες τών ελαιοτριβείων που στρέφουν τον μοχλό) σταμάτα 3. ως ουσ. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο αυτοί που παίζουν χωρίζονται σε δύο αντίθετα στρατόπεδα και κυνηγούν οι… …   Dictionary of Greek

  • αεσ(σ)ίμαινα — ἀεσ(σ)ίμαινα, η (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινόμενη θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα < ἀεσ(σ)ι (ἄημι / *ἄω «φυσώ, πνέω», θ. αFε) + μαινα (< ἐμάνην, μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • μαϊνάρω — (λ. ιταλ.), μαΐναρα και μαϊνάρισα (προστ. μάινα και μαϊνάρισε), μαϊναρισμένος 1. μτβ. (ναυτ.), χαλαρώνω, αφήνω κάτι ελεύθερο, κατεβάζω: Μαϊνάρισαν τα πανιά μέχρι να περάσει η τρικυμία. 2. αμτβ., καλμάρω, γαληνεύω, κοπάζω: Μαϊνάρισε ο αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”